- υποτίμημα
- το, -ατοςποσό κατά το οποίο ελαττώνεται η αξία ενός πράγματος, έκπτωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποτίμημα — ήματος, το / ὑποτίμημα, ΝΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. το ποσόν κατά το οποίο ελαττώνεται η τιμή ενός αγαθού αρχ. η εκτιμώμενη αξία, η αξία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις … Dictionary of Greek
τιμητός — ή, ό / τιμητός, ή, όν, ΝΑ [τιμώ] 1. αυτός τού οποίου η αξία μπορεί να υπολογιστεί 2. ο άξιος τιμής, εκτίμησης αρχ. 1. αυτός που αξίζει να υπολογιστεί, να ληφθεί σοβαρά υπ όψιν («τὸ τοῡ χρόνου τιμητόν», Ιώσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τιμητόν πρόστιμο … Dictionary of Greek